- υπεγγύηση
- ηεγγύηση που δίνεται για άλλη εγγύηση και εξασφαλίζει πιο πολύ το δανειστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπεγγύηση — η, Ν εγγύηση που δίνεται για άλλη εγγύηση με σκοπό την μεγαλύτερη εξασφάλιση τού δανειστή, αλλ. μετεγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εγγύηση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπεγγύησις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek